παρθενικόν

παρθενικόν
παρθενικός
of
masc acc sg
παρθενικός
of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • О Тебе радуется — Икона «О Тебе радуется» (XVII век) «О Тебе радуется…» (греч …   Википедия

  • παρθενικός — ή, ό / παρθενικός, ή, όν, ΝΑ [παρθένος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε παρθένο, σε κορίτσι, ο κοριτσίστικος νεοελλ. 1. συνεκδ. αυτός που συμβαίνει ή γίνεται για πρώτη φορά («παρθενικό ταξίδι») 2. μτφ. αγνός, ηθικός («όπου χε σαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”